- σγάρα
- η зоб (у птицы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σγάρα — Ημιορεινός οικισμός (137 κάτ., υ ψόμ. 420), στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καταρράκτη. * * * η, Ν ο πρόλοβος τών πτηνών … Dictionary of Greek
σγάρα — η ο πρόλοβος των πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόλοβος — ο τμήμα του οισοφάγου των πουλιών, αλλ. γκούσα, σγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)